-
1 μάλη
A arm-pit, almost confined to the phrase ὑπὸ μάλης under the arm (cf. Ruf.Onom.76), esp. as the place for carrying concealed weapons,ξιφίδια ὑπὸ μ. ἔχοντας X.HG2.3.23
;λαβὼν ὑπὸ μ. ἐγχειρίδιον Pl.Grg. 469d
, cf. Ptol.Euerg.3 J.; δόρυ δῆθ' ὑπὸ μ. ἥκεις ἔχων; Ar. Lys. 985: Com.,λαγύνιον ἔχων ὑπὸ μ. Diph.3.3
; also, of fighting-quails,ὑπὸ μ. λαβεῖν Pl.Lg. 789c
;κρύπτειν ὑπὸ μ. Luc.Ind.23
(butὑπὸ μάλην ἔχειν Gall.14
);ὑπὸ τὴν μ. πατάξας Plb.Fr. 202
; παρὰ τὴν μ. ἢ ὑπὸ ζώνην, of a horse, Hippiatr.26.2 underhand, secretly,οὐδ' ὑπὸ μ. ἡ πρόκλησις γέγονεν, ἀλλ' ἐν τῇ ἀγορᾷ μέσῃ D.29.12
, cf. D.C.46.23.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский